- κυρτιώ
- κυρτιῶ, -άω (Α) [κυρτός]είμαι κυρτός, είμαι καμπούρης, καμπουριάζω («ἀσθενέας καὶ ἀώρους νῶτά τε κυρτιόωντας», Μαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek